Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φύτευση

См. также в других словарях:

  • φύτευση — η / φύτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [φυτεύω] η ενέργεια τού φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί νεοελλ. (γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων… …   Dictionary of Greek

  • φυτεύσῃ — φυτεύσηι , φύτευσις fem dat sg (epic) φυτεύω of the thing planted aor subj mid 2nd sg φυτεύω of the thing planted aor subj act 3rd sg φυτεύω of the thing planted fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • φυτευτικός — ή, ό / φυτευτικός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση 2. κατάλληλος για φύτευση …   Dictionary of Greek

  • φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση …   Dictionary of Greek

  • έφαμμος — ἔφαμμος, ον (Α) αμμώδης («ἐὰν δὲ δὴ ἐν ἁλμώδει καὶ ἐφάμμῳ φυτεύσῃ», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἄμμος με αναλογική δάσυνση] …   Dictionary of Greek

  • αμπελότοπος — ο 1. τόπος κατάλληλος για τη φύτευση αμπέλου, τόπος όπου ευδοκιμεί η άμπελος 2. τόπος που περιέχει αμπέλια, αμπελώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελότοπος < ἄμπελος + τόπος] …   Dictionary of Greek

  • αναδένδρωση — και δέντρωση, η [αναδενδρώνω] 1. η εκ νέου φύτευση δέντρων 2. απλώς, η δεντροφύτευση …   Dictionary of Greek

  • ελαιοφυτεία — η (AM ἐλαιοφυτεία) 1. η φύτευση ελαιοδένδρων 2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι …   Dictionary of Greek

  • εμφυτευτήριο — το κυλινδρικό ξύλο με αιχμηρή άκρη που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα λάκων για φύτευση, το φυτευτήρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»